προτερηγενής

προτερηγενής
-ές, Α
αυτός που γεννήθηκε πρότερος, παλαιότερος, προγενέστερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρότερος + -γενής (< γένος), πρβλ. ὑστερο-γενής. Το -η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προτερηγενές — προτερηγενής born sooner masc/fem voc sg προτερηγενής born sooner neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερηγενέας — προτερηγενής born sooner masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερηγενέες — προτερηγενής born sooner masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερηγενέων — προτερηγενής born sooner masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”